απόχτημα

απόχτημα
το
βλ. απόκτημα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • απόκτημα — απόκτημα, το και απόχτημα, το, ατος ό,τι έκαμε κανείς κτήμα του: Ένας καλός φίλος είναι μεγάλο απόκτημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”